- νυμφικῇ
- νυμφίδιοςbridalfem dat sg (attic epic ionic)νυμφικόςof the Nymphsfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφική — νυμφίδιος bridal fem nom/voc sg (attic epic ionic) νυμφικός of the Nymphs fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… … Dictionary of Greek
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
ποδίκεψ — (podiceps). Γένος υδρόβιων πτηνών με μέγεθος μέτριο ή μικρό (από 25 50 εκ.). Ανήκουν στην οικογένεια των ποδοκιπιτιδών. Έχουν χρώμα σκούρο αλλά την εποχή της αναπαραγωγής εμφανίζουν νυμφική «στολή». Οι π., που τρέφονται με ψάρια, κολυμπούν στο… … Dictionary of Greek
άτριον — Το μεγάλο, κεντρικό δωμάτιο της ρωμαϊκής οικίας, ανάμεσα σε δύο στοές. Φωτισμένο από τετράγωνο άνοιγμα της στέγης, είναι αντίστοιχο προς το ομηρικό μέγαρο. Εκεί υπήρχε ο βωμός των εφεστίων θεών, η εστία, η νυμφική κλίνη. Επίσης, εκεί ζούσε την… … Dictionary of Greek